εξηκονταετία

εξηκονταετία
altmış yıllık süre

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξηκονταετία — η (AM ἑξηκονταετία) [εξηκονταετής] χρονική περίοδος εξήντα ετών …   Dictionary of Greek

  • ἑξηκονταετίας — ἑξηκονταετίᾱς , ἑξηκονταετία the age of sixty fem acc pl ἑξηκονταετίᾱς , ἑξηκονταετία the age of sixty fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”